- ὀρειβρεμέτης
- ὀρει-βρεμέτης, ου, ὁ, written ὀριβρεμέτης,A roaring in the mountains, Suid., Eust.460.27, cf. An.Ox.2.398.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορειβρεμέτης — ὀρειβρεμέτης, ὁ (ΑΜ, Α δ. γρφ. ὀριβρεμέτης) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ βροντῶν, κροτῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὁ ἠχῶν διὰ τῶν ὀρέων» αυτός που βροντά στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. όρος [II]) + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα βρεμέτης] … Dictionary of Greek
ὀρειβρεμέτης — roaring in the mountains masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
οριβρεμέτης — ὀριβρεμέτης, ὁ (Α) βλ. ορειβρεμέτης … Dictionary of Greek